Η βία στις μεγαλουπόλεις


Της
Μπακιρλής Εριφύλης

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



«(…)Καινούριους τόπους δεν θα βρείς, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς…»
(Κ.Π. Καβάφη, Ποιήματα, Α’ 1896-1918)




Είδαμε τη Σχολή του Σικάγο να μελετάει τον άνθρωπο σε σχέση με το περιβάλλον του, χρησιμοποιώντας μάλιστα και αναλογίες ανάμεσα στην οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας μέσα στο χώρο και την οικολογία των φυτών και των ζώων. Όπως τα φυτά και τα ζώα δεν μπορούν να επιβιώσουν σωστά, αν δεν διαθέτουν τον απαιτούμενο ζωτικό χώρο, έτσι και οι άνθρωποι δεν μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά μέσα στο περιβάλλον τους, όταν οι κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουν, βρίσκονται εγκατεστημένες σε περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες περιοχές, οι οποίες ως επί το πλείστον παρατηρούνται στο εσωτερικό
ή στα άκρα των μεγάλων πόλεων.
Οι εμπειρικές προσεγγίσεις συμφωνούν ότι στις σύγχρονες πόλεις τα κοινωνικά προβλήματα και η βία αυξάνουν έντονα, μέσα από την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στη Γαλλία, συνδέουν άμεσα τη βίαιη εγκληματικότητα με τις ανεπτυγμένες οικονομικά γεωγραφικές ζώνες, στις οποίες εργάζονται πολλοί αλλοδαποί μετανάστες και την πληθυσμιακή πυκνότητα. Η έρευνα του Szabo, στη Γαλλία επίσης, έδειξε μια καθαρά θετική σχέση μεταξύ της αύξησης της εγκληματικότητας και του επιπέδου αστικοποίησης. Παρόμοια είναι και τα πορίσματα του Leaute, όπως και της Uniform Crime Report (FBI), σύμφωνα με τα οποία τόσο τα εγκλήματα βίας όσο κι εκείνα κατά της ιδιοκτησίας, είναι αναλογικά περισσότερα στις πόλεις. Όμως η σύνδεση είναι αμεσότερη στην πρώτη περίπτωση, όπου ο δείκτης της βίαιης εγκληματικότητας αυξάνει όσο αυξάνει και το πληθυσμιακό της μέγεθος, αλλά με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από αυτό.
Όμως και ο τύπος των κατοικιών πυκνοκατοικημένων περιοχών (μεγάλα
οικιστικά σύνολα), φαίνεται ότι επηρεάζει το φαινόμενο της βίας, σύμφωνα με τα πορίσματα μιας έρευνας από το Ινστιτούτο Εγκληματολογίας στο Παρίσι σε 11 πόλεις της Γαλλίας, σύμφωνα με τα οποία ο τρόπος ζωής στους συγκεκριμένους τύπους κατοικιών, θεωρήθηκε ότι αυξάνει την ανασφάλεια των ενοίκων τους, οξύνει τις μεταξύ τους σχέσεις και ευνοεί τη βία.
Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τους παράγοντες του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, που δρουν ανασταλτικά στην εκδήλωση θετικών και ενισχυτικά στην όξυνση αρνητικών κοινωνικών φαινομένων, όπως η βίαιη και παραβατική συμπεριφορά και ιδίως των νέων.

α) Η ανισοκατανομή της χρήσης γης και οι επιπτώσεις της (ψυχολογικές κυρίως) στον πληθυσμό

Η σωστή αναλογία στη χρήση γης (φυσικές ζώνες, ζώνες κατοικίας, βιομηχανικές ζώνες, εμπορικές ζώνες), καθορίζει την ποσότητα και ποιότητα των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, που είναι μια βασική παράμετρος της ποιότητας ζωής. Οι υποβαθμισμένες περιοχές κατοικίας χαρακτηρίζονται συχνά από έντονη βιομηχανική χρήση, ατμοσφαιρική ρύπανση και παράλληλα από την έλλειψη χρήσεων που να εξυπηρετούν την κατοικία (π.χ. επαρκή σχολικά κτίρια, πάρκα, ζώνες πράσινου).
Η πιο πολυσυζητημένη οικολογική έρευνα που αφορούσε τέτοιες περιοχές, είναι της Σχολής του Σικάγου από τον Shaw και McKay. Η έρευνα αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα πως η νεανική παραβατικότητα είναι συγκεντρωμένη στη μεταβατική ζώνη γύρω από το εμπορικό και επιχειρηματικό κέντρο της πόλης, εκεί που βρίσκονται οι ελαφρές βιομηχανίες και οι υποβαθμισμένες κατοικίες των νεοφερμένων μεταναστών. Σύμφωνα με μια άλλη έρευνα που διεξήχθη στο Λονδίνο το 1961 από τους Wallis και Maliphant, οι κατοικημένες περιοχές με υψηλό δείκτη εγκληματικότητας διακρίνονταν για τη βιομηχανική και εμπορική χρήση, για τα κακοδιατηρημένα σπίτια, για τους πολλούς μετανάστες και ανέργους και την έλλειψη σε ανοιχτούς χώρους και πάρκα. Η έρευνα των Baldwin και Bottoms στο Sheffield της Αγγλίας (1976), εντόπισε τα ψηλά ποσοστά της εγκληματικότητας σε περιοχές με κοινωνικές κατοικίες (public housing), όπου διέμενε υψηλό ποσοστό μεταναστών και βρίσκεται κοντά σε ζώνη βαριάς βιομηχανίας.
Έτσι επιβεβαιώνεται ο συσχετισμός (και όχι η αιτώδης σχέση), ανάμεσα σε υποβαθμισμένες περιοχές με προβληματική αναλογία χρήσεων γης αφενός και εγκληματικότητας αφετέρου. Είναι ενδεικτική δε η τάση, στις περιοχές αυτές να διαμένουν στρώματα που χαρακτηρίζονται από έντονα κοινωνικά προβλήματα και χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Όταν ετερογενείς πολιτισμικά ομάδες «στοιβάζονται» σε ακραία υποβαθμισμένες περιοχές, δεν καλύπτονται βασικές ανθρώπινες ανάγκες και αποδυναμώνονται οι κοινοτικοί δεσμοί και ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος που μπορεί να ασκήσει η κοινότητα.
Από την πλευρά της «περιβαλλοντικής ψυχολογίας», τα άτομα αυτά επεξεργάζονται ψυχολογικά την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της αποδίδουν αρνητικές σημασίες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγούνται σε μια βαθιά συνειδητοποίηση της γκετοποίησης και για άλλους του ταξικού ενώ για άλλους του κοινωνικού αποκλεισμού τους, από ένα καλύτερο περιβάλλον και εμφανίζουν αισθήματα αποστέρησης και μειονεκτικότητας, τα οποία θεωρούνται βασικοί παράγοντες για την εγκληματικότητα και την εμφάνιση ψυχολογικών διαταραχών.
Συνεπώς, αυτό το προβληματικό χωρο-κοινωνικό περιβάλλον που μόλις περιγράψαμε μπορεί να οξύνει φαινόμενα όπως η επιθετικότητα και η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά των νέων. Αν και έχουν διεξαχθεί λίγες έρευνες κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών σχετικά με τη χρήση γης και το έγκλημα (Wikstrom 1991, Hirschfield and Bowers 1997), αυτές, ωστόσο, επιβεβαιώνουν την σχέση μεταξύ τους.

β) Μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα και πυκνοκατοίκηση. Το πρόβλημα του συνωστισμού των πόλεων

Ο όρος συνωστισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου ο αριθμός ατόμων ανά δεδομένη μονάδα χώρου, ξεπερνά ένα ελάχιστο όριο άνεσης και δεν επιτρέπει τη φυσιολογική λειτουργία τους. Όταν μιλάμε για συνωστισμό, δεν εννοούμε μόνο τον περιορισμένο χώρο που έχει στη διάθεσή του το άτομο, αλλά αναφερόμαστε και στον περιορισμό των δυνατοτήτων που προσφέρει αυτός ο χώρος για την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών του.
Οι ψυχολόγοι που μελετούν το θέμα, βρήκαν ότι κάποια χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του ατόμου όταν υπόκεινται στη δυσμενή επίδραση του συνωστισμού, εκτίθενται σε μια σειρά από δυσάρεστες καταστάσεις, όπως ψυχολογική και κοινωνική αποδιοργάνωση, ψυχικές ασθένειες, επιθετικότητα, βίαιη συμπεριφορά, εγκληματικότητα κ.λ.π.
Οι Beasley και Autumes έκαναν μια έρευνα στο Χιούστον του Τέξας (1970) και διαπίστωσαν μια ευθέως ανάλογη σχέση ανάμεσα στην πληθυσμιακή πυκνότητα και την εγκληματικότητα. Επίσης, μία παρεμφερής έρευνα του Ινστιτούτου εγκληματολογίας του Παρισίου (1977) για τη σχέση ανάμεσα στον τύπο κατοικίας (μονοκατοικίες, ενωμένα σπίτια, μικρές πολυκατοικίες, μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα και πύργοι, κατηγορίες που σχετίζονται με την πληθυσμιακή πυκνότητα), τη βία και την ανασφάλεια, έδειξε ότι η πλειονότητα των ερωτηθέντων που ένιωθαν ανασφάλεια, είχε πέσει θύμα βίαιης εγκληματικότητας.
Σε πολλές από τις σχετικές έρευνες η έννοια του συνωστισμού ταυτίζεται με την έννοια της πυκνότητας. Τελευταία έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες να ξεχωριστούν οι δύο έννοιες: o όρος πυκνότητα προσδιορίζει τον αντικειμενικό δείκτη (αναλογία ατόμων ανά μονάδα χώρου), ενώ ο όρος συνωστισμός αφορά την υποκειμενική αντίληψη της υπερβολικής πυκνότητας. Έτσι πολλοί επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, λειτουργεί αρνητικά για τον άνθρωπο που την υφίσταται, μόνο όταν γίνεται αντιληπτή σαν συνωστισμός.
Το πέρασμα στην αίσθηση του συνωστισμού, εξαρτάται από τον συνδυασμό των παρακάτω παραγόντων:
α) φυσικούς παράγοντες, όπως η παρουσία θορύβων σε μια περιοχή κατοικίας, η απουσία κοινόχρηστων χώρων, η αρχιτεκτονική των κτιρίων,κ.ά.
β) κοινωνικο-ψυχολογικούς παράγοντες, οι οποίοι ευθύνονται για την ύπαρξη συναισθημάτων μειονεξίας και αποκλεισμού σε σχέση με περιοχές με καλύτερες συνθήκες ζωής, και
γ) κοινωνικο-πολιτισμικούς παράγοντες, όπως η άμεση γειτνίαση ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και οι ενοχλήσεις που δημιουργούνται από διαφορετικούς τρόπους ζωής. Η κοινωνική ή η πολιτισμική διαφοροποίηση των κατοίκων μπορεί να τους οδηγήσει σε συγκρούσεις και έλλειψη επικοινωνίας.
Αντίθετα σε μια άλλη πυκνοκατοικημένη περιοχή η οποία όμως συνοδεύεται από μια έντονη συλλογική ζωή και αλληλεγγύη μιας ομοιογενούς κοινότητας, η άμεση γειτνίαση μπορεί να λειτουργεί ως παράγοντας συνοχής και συντροφικότητας και να λειτουργεί θετικά για τους κατοίκους. Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων που οδηγεί στην αίσθηση του συνωστισμού, μπορεί να οδηγήσει σε μια όξυνση φαινομένων όπως η απροσαρμοστικότητα και η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά των νέων, αφού κι εδώ, ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος βρίσκεται αποδυναμωμένος, αλλά και ο επίσημος συνήθως δυσκολεύεται να εντοπίσει τους δράστες μέσα στις πυκνοκατοικημένες περιοχές όπου επικρατεί η ανωνυμία. Ακόμη ενισχύονται οι ψυχολογικές διαταραχές, οι έντονες αγχωτικές καταστάσεις και η επιδίωξη της απομόνωσης που χαρακτηρίζει τις μεγάλες πόλεις, διαμέσου ενός μηχανισμού άμυνας απέναντι στην ανασφάλεια που προκαλεί το συνωστισμένο άγνωστο πλήθος.
Ως προς την πυκνοκατοίκηση, όλες οι έρευνες που έγιναν στη Γαλλία, στο Βέλγιο, τη Μ. Βρετανία και τις Η.Π.Α., απέδειξαν ότι υπάρχει γενικά σχέση ανάμεσα στις ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, οι οποίες χαρακτηρίζονται σχεδόν πάντα και από υψηλό δείκτη πυκνοκατοίκησης, και την νεανική παραβατικότητα. Η σχέση αυτή δεν είναι αιτιώδης, αλλά οι ανθυγιεινές και υπερκατοικημένες περιοχές είναι η εξωτερική εκδήλωση ενός κοινωνικού συμπλέγματος το οποίο πρέπει να μελετάται. Ο Chombart de Lauwe βασιζόμενος σε διάφορες έρευνες διαπιστώνει μια ισχυρή σχέση ανάμεσα στην υψηλή πυκνοκατοίκηση και στη διαταραχή της συμπεριφοράς των παιδιών, δηλαδή παιδιά νευρικά και επιθετικά. Ο υψηλός δείκτης πυκνοκατοίκησης, συναντάται στα περιβάλλοντα που κατοικούν τα χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα και επιδεινώνει τα προϋπάρχοντα προβλήματα της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας.
Η έννοια του προσωπικού χώρου όταν αναφερόμαστε στα παιδιά, είναι πιο σημαντική απ’ ότι για τους ενήλικες. Αν λάβουμε υπόψη ότι στις πόλεις σήμερα όλο και λιγότερα παιδιά βρίσκουν διέξοδο έξω από το σπίτι σε ασφαλείς κοινόχρηστους χώρους και ότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι υπό διάλυση, το πρόβλημα είναι ακόμη πιο έντονο. Σε αυτό συντείνει βέβαια, η αρχιτεκτονική δόμηση των σύγχρονων πόλεων κάτι με το οποίο θα ασχοληθούμε ευθύς αμέσως.

γ) Ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός σχεδιασμός των σύγχρονων οικιστικών συγκροτημάτων

Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο επικράτησε μια τάση στην Ευρώπη, τόσο
πολιτική όσο και πολεοδομική, να αντικατασταθούν οι υποβαθμισμένες εργατικές συνοικίες οι οποίες συγκέντρωναν τα περισσότερα προβλήματα, με πόλεις οργανωμένης δόμησης αποτελούμενες από μοντέρνα μεγάλα και ψηλά συγκροτήματα, αποτέλεσμα της λειτουργιστικής τάσης της πολεοδομίας, η οποία επικράτησε μέχρι και
τη δεκαετία του ‘60.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι τα κοινωνικά προβλήματα συνδέονται απλά με τη χαμηλή κοινωνικο-οικονομική τάξη όπου κι αν αυτή κατοικεί. Η κοινωνική έρευνα όμως απέδειξε ότι οι οικισμοί αυτοί παρουσιάζουν εγγενή προβλήματα. Μέσα στα μεγάλα και ψηλά κτίρια, που διαλύουν κάθε αίσθηση γειτονιάς και κοινότητας, «στοιβάζονται» οικογένειες άγνωστες συνήθως μεταξύ τους που οδηγούνται αναπόφευκτα σε αποξένωση και ενίοτε σε εχθρότητα.
Η γειτονιά μιας πόλης, αποτελεί την πρωτογενή μονάδα κοινοτικής οργάνωσής της. Μέσα στη μονάδα αυτή τα άτομα και οι διάφορες κοινωνικές ομάδες συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, καθημερινά, μέσα από ορισμένες βασικές οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, ιστορικές σχέσεις και λειτουργίες. Ο χαρακτήρας μιας τέτοιας μονάδας είναι τόσο πιο ολοκληρωμένος όσο περισσότερες από τις σχέσεις και λειτουργίες αυτές γίνονται μέσα σ’ αυτή. Έχει δηλαδή σημασία που και πως τα άτομα αυτά κατοικούν, εργάζονται, εκπαιδεύονται, ψυχαγωγούνται, συναναστρέφονται κ.λ.π.
Αν τα μέλη των οικογενειών κατοικούν και οι περισσότεροι εργάζονται στη μονάδα αυτή, αν εφοδιάζονται με τα βασικά είδη καθημερινής ανάγκης (τρόφιμα, είδη σπιτιού κ.λ.π.) μέσα σ’ αυτή, αν τα παιδιά πηγαίνουν σε σχολεία ή αθλούνται σε γήπεδα που βρίσκονται μέσα στη μονάδα αυτή, αν οι βασικές ανάγκες αναψυχής εκτός σπιτιού π.χ. καφενείο, κινηματογράφος, υπάρχουν εκεί, αν τέλος, μέσα από τη συνολική οργάνωση αναπτύσσονται κοινωνικές σχέσεις και κοινά ενδιαφέροντα ανάμεσα στα μέλη αυτής της κοινότητας και αν τους κατοίκους της περιοχής συνδέουν κοινά έθιμα και ιστορικές καταβολές, τότε μιλάμε για ολοκληρωμένες κοινοτικές μονάδες.
Μέσα σ’ αυτές είναι φυσικό ότι υπάρχουν κοινά προβλήματα και ανάγκες, δημιουργούνται ελλείψεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν από κοινού γιατί τους αγγίζουν όλους. Τέτοιες μορφές κοινοτικής οργάνωσης αποτελούν, από την κοινωνικο-οικονομική τους οργάνωση και το πληθυσμιακό τους μέγεθος, τα χωριά. Στις περιπτώσεις αυτές διακρίνουμε το γεγονός ότι υπάρχει συγχρόνως διοικητική οργάνωση, αλλά σε πλήρη αντιστοιχία βρίσκεται και ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός χαρακτήρας των οικισμών αυτών.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν μέσα στις πόλεις και οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται συνεχώς μέσα από την διαδικασία αστικοποίησης στα τελευταία 200 χρόνια και κυρίως στις χώρες που αναπτύχθηκαν βιομηχανικά. Ο πολεοδομικός ιστός των πόλεων εξαπλώθηκε έτσι ώστε σε συνάρτηση και με το μέγεθός τους, να ξεχωρίσει σαφώς ορισμένες λειτουργίες τους, τόσο από κοινωνική, όσο και από οικονομική άποψη. Έτσι, όταν σήμερα μιλάμε για γειτονιές ή για συνοικίες μιας πόλης, εννοούμε περιοχές κατοικίας χωρίς διοικητική αυτοτέλεια, που εξυπηρετούν συγκεκριμένες μόνο λειτουργίες π.χ. εκπαίδευση, ψυχαγωγία κ.λ.π.
Τονίζεται ιδιαίτερα ότι οποιαδήποτε μεταβολή στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση έχει άμεσες επιπτώσεις στην πολεοδομική οργάνωση και αρχιτεκτονική δομή, με άμεσες επιδράσεις στους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτήν.
Συνοψίζοντας λοιπόν, πολλές από τις σύγχρονες πόλεις μεταξύ των οποίων και αρκετές ελληνικές, έχουν χάσει το στοιχείο της γειτονιάς. Μία από τις βασικές διαστάσεις του προβλήματος είναι οι λειτουργικές ελλείψεις. Οι ανάγκες για κοινόχρηστες ή κοινωφελείς λειτουργίες είναι μεγάλες. Συχνά δεν βρίσκονται χώροι για παιχνίδι, για περίπατο, για κοινωνική συναναστροφή των νέων. Ο χώρος γίνεται αφιλόξενος και άχαρος κι έτσι αναζητούν την αναψυχή έξω από τη γειτονιά τους. Τα παιδιά ούτε στο δρόμο δεν μπορούν να παίξουν όπως παλιά, ούτε καν στο σχολείο γιατί δεν υπάρχουν αυλές. Μένουν σπίτι, γίνονται νευρωτικά, δεν έχουν φίλους. Κι αυτές είναι λίγες μόνο από τις επιπτώσεις αλλοίωσης του σύγχρονου πολεοδομικού ιστού.
Η αρχιτεκτονική των οικιστικών ενοτήτων απασχολεί σήμερα όχι μόνο τους πολεοδόμους και τους κοινωνικούς επιστήμονες, αφού, η διαρρύθμιση του περιβάλλοντος μπορεί να διευκολύνει ή να αναστείλει δραστηριότητες πολύ σημαντικές για μια ομάδα κατοίκων. Η ανυπόφορη φυσική εγγύτητα ανάμεσα στα άτομα συνοδεύεται συνήθως από τεράστια κοινωνική απόσταση, η οποία καλλιεργεί την ανωνυμία και την αποξένωση της κοινωνίας στις μεγαλουπόλεις.
Μια σημαντική έρευνα που πραγματοποίησε ο H. Coing (1966), σε ένα τμήμα του 13ου διαμερίσματος του Παρισίου, το οποίο αποτελούσε παλαιότερα μια ανθυγιεινή λαϊκή συνοικία και έτυχε μιας ριζικής αναμόρφωσης, αποκάλυψε ότι με τη δόμηση των πανύψηλων κτιρίων η περιοχή είχε αλλάξει ριζικά φυσιογνωμία. Η καινούρια πολεοδομική μορφή ανέτρεψε τα πλέγματα των κοινωνικών σχέσεων, τη συνοικιακή και κοινοτική ζωή του εργατικού πληθυσμού και την ιδιαίτερη κουλτούρα του.
Αλλά και ο Chombart de Lauwe ασχολήθηκε με τις περιφερειακές εργατικές συνοικίες που κτίστηκαν μεταπολεμικά. Διαπιστώνει λοιπόν ότι, αντί για την έντονη δυναμική και πολιτιστικά δημιουργική λαϊκή ζωή της πόλης, τώρα με την γκετοποίηση των λαϊκών τάξεων στα μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα στην περιφέρεια της πόλης, διαπιστώνει κανείς ένα αίσθημα πλήξης και απογοήτευσης στους κατοίκους το οποίο συχνά συνοδεύεται από ψυχολογικές διαταραχές και νεανική παραβατικότητα.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν, πως η δομική αναβάθμιση μιας περιοχής δεν αρκεί για να μετονομαστεί σε γειτονιά. Αν δεν αναπτυχθεί κοινή συλλογική ζωή και συνοχή στους κόλπους της, θα πρόκειται απλώς για μία μάζα ανθρώπων που δεν «συν-κατοικούν», αλλά συνορεύουν. Η καλλιέργεια της κοινωνικότητας και η ενίσχυση των κοινοτικών δεσμών ξέρουμε καλά πόσο βοηθά στην κοινωνικοποίηση των νέων, στη λειτουργία του άτυπου κοινωνικού ελέγχου και την αποτροπή από παραβατικές δραστηριότητες.

δ) Εθνική και πολιτισμική ετερογένεια

Αποτελεί κοινό τόπο πλέον το γεγονός, πως οι μεγαλουπόλεις καθίστανται περισσότερο εθνικά και φυλετικά ετερογενείς, μετά από την εγκατάσταση πολλών μεταναστών στις κεντρικές και υποβαθμισμένες συνοικίες τους.
Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών δεν προλαβαίνουν να αφομοιωθούν στις συνοικίες που διαμένουν και αργούν να αναπτύξουν κοινωνικούς δεσμούς όπως εξηγήσαμε προηγουμένως, με τους υπόλοιπους κατοίκους. Μην ξεχνάμε πως οι περισσότεροι από αυτούς τους μετανάστες έρχονται αντιμέτωποι με μία νέα κοινωνική πραγματικότητα και κουβαλούν μαζί τους μια διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα.
Σύμφωνα με τη θεωρία της υποκουλτούρας του Fischer, η αστυφιλία δημιουργεί τις συνθήκες για την εμφάνιση διαφόρων υποπολιτισμών στις
πόλεις, ενώ η θεωρία του επεκτείνεται και για τις εθνικές μειονότητες. Οι υποθέσεις του σύμφωνα με τις οποίες όσο μεγαλύτερη (πληθυσμιακά) είναι η πόλη, τόσο μεγαλώνει η πολιτισμική ετερογένεια και η εμφάνιση αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ισχύουν και για τις εθνικά ετερογενείς ομάδες. Οι ομάδες αυτές, αν και βιώνουν μια γενική απομόνωση και αποξένωση από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, ως απόρροια της πολιτισμικής τους διαφοροποίησης, μεταξύ τους αντίθετα, γνωρίζονται πολύ καλά, έχουν κοινό άξονα αναφοράς και δράσης και κοινό κώδικα επικοινωνίας.
Ένας συνδυασμός από αρνητικές παραμέτρους του αστικού χώρου με ορισμένες κοινωνικο-οικονομικές μεταβλητές (φτώχεια), αλλά και πολιτιστικές (έντονη πολιτισμική ετερογένεια), συνθέτει ένα προβληματικό χωρο-κοινωνικό περιβάλλον.
Αυτό, μπορεί να επιδράσει αρνητικά, υποθάλποντας τη βία, την επιθετικότητα, και την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά των νέων, ιδιαίτερα την ομαδική.

Από την διπλωματική της συγγραφέως εργασία:
«Νέοι και Βία στην σύγχρονη κοινωνία. Μια οικολογική ανάλυση μορφών, των επιδράσεων και της αντιμετώπισής της»
Παντειον Παν/μιον, τμήμα κοινωνιολογίας, τομέας εγκληματολογίας






DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him