Η έννοια του Φιλοσόφου στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη





Δέδε Θεώνη

Άρθρο στον
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΧΩΡΟ




Η εικόνα του φιλοσόφου σκιαγραφείται και από τους ορισμούς που δίνουν οι φιλόσοφοι για τη φιλοσοφία. Για τον Πλάτωνα, η φιλοσοφία είναι η γνώση ή η θέαση των αιώνιων και αμετάβλητων ιδεών, ενώ για τον Αριστοτέλη είναι η έρευνα των αιτιών- ο έρωτας προς τη γνώση και η επιδίωξη της σοφίας στη βάση της απορίας και του θαυμασμού[5]. Στη συνέχεια, θα ανατρέξουμε σε αποσπάσματα από την Πολιτεία του Πλάτωνα και τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη και θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε την εικόνα του φιλοσόφου. Η μελέτη είναι χωρισμένη σε δυο μεγάλες ενότητες και ακολουθούν τα συμπεράσματα, όπου επιχειρείται μια συγκριτική προσέγγιση των θέσεων των φιλοσόφων.


Πλάτωνας – Πολιτεία

Στην πλατωνική Πολιτεία, η πολιτεία και τα άτομα παραλληλίζονται ως προς την τριαδική τους σύσταση. Όπως το άτομο αποτελείται από τα τρία μέρη της ψυχής, το επιθυμητικόν, το θυμοειδές και το λογιστικόν, έτσι και η Πολιτεία αποτελείται από τρεις τάξεις: τους παραγωγούς, τους φύλακες και τους κυβερνήτες[6]. Οι πολίτες τοποθετούνται στις διάφορες τάξεις, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα μετακίνησης, ενώ το μοναδικό μέσο ταξινόμησης είναι η παιδεία, και κυρίως η απόδοσή τους στα μαθηματικά[7]. Στην ιδανική πολιτεία όλα λειτουργούν ιδανικά και η κάθε τάξη έχει τη δική της αρετή: οι φύλακες την ανδρεία, η παραγωγική τάξη τη σωφροσύνη και οι φιλόσοφοι τη σοφία. Τέλος, η δικαιοσύνη είναι μια αρετή που πρέπει να υπάρχει σε κάθε πολίτη ώστε οι πράξεις του να είναι σωστές[8]. Για να διατηρήσει τη δικαιοσύνη που ορίζεται ως ο άξονας της ισορροπίας στην ηθική και πολιτική, ο Πλάτων, «φτάνει», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Romilly, στα άκρα»[9]. Πιστεύει ότι, η ανθρώπινη ζωή είναι πλήρης μόνο μέσα στην Πολιτεία. Εκεί, ο φιλόσοφος είναι ο βασιλιάς, απαλλαγμένος από δεσμεύσεις και με μοναδικό κτήμα του τον εσωτερικό πλούτο. Το κύριο μέλημα είναι να κυβερνήσει την πολιτεία με σοφία, έχοντας υπόψη του το Αγαθό που περιγράφεται ως «την ουσία αλλά και κάτι ακόμα πέρα από την ουσία»[10]. Το κράτος που θα κυβερνάται με αυτό τον τρόπο «είναι δεδομένο ως τέλειο για την αιωνιότητα». Σε ένα κράτος όπου οι φιλόσοφοι έχουν πάντα δίκιο και ποτέ δεν κάνουν λάθος, ποτέ δεν συμβαίνει τίποτα, δεν υπάρχει εξέλιξη[11]. Υπάρχει όμως, η διαδρομή του ανθρώπου από τα κατώτατα επίπεδα γνώσης στα ανώτερα. Την πορεία αυτή μας τη δείχνει ο Πλάτων με τις αλληγορικές εικόνες του ήλιου, της γραμμής και του σπηλαίου[12].

Αλληγορία του ήλιου
Σε αυτήν την αλληγορία, ο Πλάτωνας αντιπαραβάλλει τον ορατό κόσμο[ήλιος] με τον νοητό κόσμο στον οποίο βασιλεύει η ιδέα του αγαθού[13]. Όπως ο ήλιος μας δίνει τη δυνατότητα της όρασης, χωρίς να είναι ο ίδιος όραση, έτσι και η αλήθεια και η γνώση σχετίζονται με το αγαθό χωρίς όμως να ταυτίζονται[14]. Για να μπορέσουμε να δούμε τα διάφορα αντικείμενα χρειάζεται ένας διάμεσος. Ποιο είναι το ενδιάμεσο στοιχείο που θα μας βοηθήσει να τα δούμε; Το φως. Ποιος εκπέμπει το φως; Ο ήλιος. Τον ήλιο μπορούμε να τον δούμε; Όχι, γιατί μόλις τον κοιτάξουμε θα στραβωθούμε. Όπως είναι ο ήλιος έτσι είναι και το αγαθό. Για να δούμε τα γνωστικά αντικείμενα χρειαζόμαστε τον ενδιάμεσο, δηλαδή τη νόηση. Εδώ, επεμβαίνει ο φιλόσοφος, ο μόνος σύμφωνα με τον Πλάτωνα που μπορεί να κυβερνήσει την Πολιτεία, και που μπορεί να υποδείξει τη συνάφεια όλων των πραγμάτων με το αγαθό, το οποίο όπως ο ήλιος υπόσταση σε όλη την αισθητή και νοητή πραγματικότητα[15].

Αλληγορία της γραμμής
Στην αλληγορία της γραμμής, ο Πλάτωνας χωρίζει μια γραμμή σε δυο άνισα τμήματα, στο νοητό και στο ορατό. Στο κατώτατο τμήμα του ορατού αντιστοιχούν οι εικόνες, (δηλαδή οι σκιές, τα είδωλα των πραγμάτων, κ.λπ), ενώ στο ανώτατο όλα τα έμβυα όντα (δηλαδή καθετί φυσικό, όλα τα ανθρώπινα κατασκευάσματα). Στο κατώτερο οντολογικό τμήμα του νοητού αντιστοιχούν τα μαθηματικά/υποθέσεις, ενώ στο ανώτατο αντιστοιχούν οι ιδέες. Σε αυτά τα τέσσερα τμήματα της οντολογικής πραγματικότητας αντιστοιχούν τέσσερις γνωσιολογικές καταστάσεις που υπάρχουν μέσα στην ψυχή: η εικασία, η πίστις, η διάνοια και η νόησις[16]. Για να οδηγηθούμε στο ανώτατο σημείο της γνώσης πρέπει να ξεκινήσουμε από τις εικασίες, που είναι αποτέλεσμα της πραγματικότητας. Η αμέσως επόμενη γνωσιακή προσέγγιση της πραγματικότητας είναι η πίστη. Τις υποθέσεις τις προσεγγίζουμε μέσω της διάνοιας και τις ιδέες μέσω της νόησης ή της επιστήμης. Ο φιλόσοφος έχει ως αφετηρία τις υποθέσεις/τα αξιώματα, τις ξεπερνάει και φτάνει στην ιδέα του αγαθού. Αντίθετα, οι μαθηματικοί προϋποθέτουν «το περιττό, το άρτιο, κά[…] και βασίζουν επάνω τους τις αποδείξεις[…] για να καταλήξουν, με λογική ακολουθία, σε εκείνο το οποίο είχαν αρχικά ορίσει ως αντικείμενο της έρευνας τους»[17]. Μόνο οι φιλόσοφοι γνωρίζουν πλήρως τις τέσσερις οντολογικές βαθμίδες, ενώ οι υπόλοιποι πολίτες γνωρίζουν μόνο την αισθητή ορατή πραγματικότητα ή κάποιες ελάχιστες μαθηματικές έννοιες[18].

Αλληγορία του σπηλαίου
Σε αυτή την αλληγορία, ο Αθηναίος φιλόσοφος παρουσιάζει την εικόνα ενός σπηλαίου, όπου η είσοδος του είναι ανοιχτή στο φως και στο βάθος ζουν αλυσοδεμένοι άνθρωποι από τα πόδια και τον αυχένα με τέτοιο τρόπο ώστε να βλέπουν μόνο τοίχο. Πίσω τους και μακριά καίει μια φωτιά. Ότι βλέπουν είναι οι σκιές των πραγμάτων και έχουν την εντύπωση ότι οι σκιές είναι τα ίδια τα πράγματα. Εάν κάποιος δεσμώτης κατορθώσει να ανέβει πάνω στη γη ή κάποιος τον τραβήξει για να ανέβει, μόλις αντίκρισει τον ήλιο θα «αισθανθεί έντονο πόνο στα μάτια»[19]. Τότε θα δει μια άλλη πραγματικότητα, σιγά-σιγά θα αντιληφθεί ότι «είναι κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα» και τέλος, θα συνειδητοποιήσει ότι η πραγματικότητα που έβλεπε μέχρι τότε δεν ήταν η πραγματική.

Οι τρεις αλληγορίες συνδέονται μεταξύ τους και όλες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μόνο οι φιλόσοφοι μπορούν να κυβερνούν την Πολιτεία. Ο ήλιος είναι στον ορατό κόσμο το αντίστοιχο της ιδέας του Καλού στον κόσμο των Ιδεών. Η παιδεία ασκεί πάνω στον άνθρωπο την μεταλλαγή που γνώρισε ο άνθρωπος της σπηλιάς και που σιγά-σιγά συνήθισε στο φως. Ο φιλόσοφος που φτάνει σε αυτό το επίπεδο, δεν έχει καμία διάθεση να επιστρέψει στο σπήλαιο, το κάνει όμως από αγάπη για τη δικαιοσύνη, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να γελοιοποιηθεί, να θεωρηθεί τρελός ακόμα και να θανατωθεί[20]. Το σπήλαιο παρομοιάζεται με τον αισθητό ορατό κόσμο, η φωτιά και το φως της με τον ήλιο και τη δύναμή του, η ανάβαση προς τα πάνω και η θέαση του επάνω κόσμου με την γνωσιολογική άνοδο της ψυχής στον οντολογικό νοητό κόσμο και τέλος, οι δεσμώτες με τους πολίτες[21].

Για τον Πλάτωνα, όπως απορρέει από τα παραπάνω, σκοπός της φιλοσοφίας και της γνώσης είναι η ηθικο-πολιτική αναγέννηση της κοινωνίας. Θεωρεί βασική την ανάγκη «αναγέννησης του κόσμου με βάση μια τάξη θεμελιωμένη στις αξίες που μόνο ο φιλόσοφος είναι σε θέση να αντιληφθεί»[22]. Για τον Αριστοτέλη αντίθετα, όπως θα δούμε παρακάτω, σκοπός της φιλοσοφίας ήταν η ορθολογική ερμηνεία όλου του φάσματος των όντων και των λειτουργιών του κόσμου και της φύσης.

Αριστοτέλης – Ηθικά Νικομάχεια

«κάθε τέχνη και κάθε επιστημονική έρευνα
όπως και κάθε πράξη
και κάθε κατόπιν σκέψεως λαμβανόμενη απόφαση
φαίνεται ότι αποβλέπει σε κάποιο αγαθό»[ΗΝ 1094a1-2][23].

Τα Ηθικά Νικομάχεια ξεκινούν με αυτή τη φράση, τονίζοντας ότι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα αποσκοπεί σε κάποιο αγαθό, που με τη σειρά του εξυπηρετεί κάποιο άλλο αγαθό. Αυτή η αλυσίδα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να έχει κάποιο τελικό σκοπό, κάποιο τέλος. Κάθε επιμέρους στόχος δεν είναι παρά το ενδιάμεσο στάδιο ώστε να φτάσει ο άνθρωπος στο ύψιστο αγαθό, την ευδαιμονία.

Η ευδαιμονία, δεν είναι μια ψυχική κατάσταση -θα μπορούσε να συμβεί και σε έναν άνθρωπο που κοιμάται- ούτε έξις, είναι μια ενέργεια «επιθυμητή καθαυτή» που πραγματοποιείται «καθ’ υπαγόρευση της αρετής»[24]. Η επιθυμητική ενέργεια απηχεί τη διαφορετική ψυχική κατάσταση κάθε ανθρώπου. Η ευδαιμονία δεν εξαρτάται από απολαύσεις, ηδονές και διασκεδάσεις, αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών παραμέτρων. Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε και ένας δούλος να εξασφαλίσει την ευδαιμονία, αλλά είναι αδύνατο αφού δεν είναι ελεύθερος[25]. Ευδαίμων δεν γίνεται κάποιος μόνο τη στιγμή του θανάτου του, αλλά στο σύνολο της ανθρώπινης ζωής του πρέπει να «αντιμετωπίζει την ηθική του ποιότητα υπό την προοπτική της διάρκειας και της συνέχειας»[26]. Βασικός πυρήνας της ευδαιμονίας είναι η αρετή, διότι μόνο μέσα από αυτή μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην τέλεια ευδαιμονία. Ο Αριστοτέλης διαιρεί τις αρετές σε δυο βασικές κατηγορίες, σε διανοητικές και ηθικές. Οι διανοητικές αρετές στηρίζονται στην ενέργεια του νου και χωρίζονται σε θεωρητικές και πρακτικές σύμφωνα με τη διαίρεση του νου σε θεωρητικό και πρακτικό. Οι ηθικές αρετές στηρίζονται στη σχέση του επιθυμητού με το λογικό μέρος της ψυχής,[27] και ορίζονται ως «μέσον» ανάμεσα σε δύο ακρότητες[28].

Αν υποθέσουμε ότι ο νους είναι ένα κομμάτι του θεού μέσα στον άνθρωπο ή έστω ότι είναι το πιο κοντινό κομμάτι του θεού μέσα μας, σε αρμονία με την οικεία του αρετή αποτελεί μια ενέργεια καθαρά πνευματική και επιτυγχάνει την τέλεια ευδαιμονία[29]. Αυτή η θεωρητική ενασχόληση είναι συνεχής αφού «μπορούμε να σκεφτόμαστε συνεχώς πολύ περισσότερο από το να πράττουμε οτιδήποτε συνεχώς»[30], αγαπάται περισσότερο και περιέχει τη δική της ηδονή. Καλλιεργώντας το θεϊκό στοιχείο, το άτομο μπορεί να εξομοιωθεί κατά το δυνατό με το θεό, και σε ένα επόμενο βήμα θα πρέπει να αποβάλλει τη θνητή του φύση και να «[…] αποβλέπει στην αθανασία[…] και να προσαρμόζει τις πράξεις της ζωής του σε εκείνο που είναι ανώτερο από όλα»[31]. Η ευδαιμονία που πηγάζει από τον «δαίμονα» που βρίσκεται στο κεφάλι μας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο During, κατευθύνει τον άνθρωπο προς την ουράνια περιοχή, ενώ όποιος παραμένει παγιδευμένος στις επιθυμίες και στις φιλοδοξίες, μένει δέσμιος στη γη[32]. Ο θεωρητικός νους[33] αποβλέπει στη γνώση της αλήθειας και η απελευθέρωση του ανθρώπου από την υποδούλωση του σε κάθε άλλο σκοπό[εξωτερικά αγαθά και θνητή φύση], τον διευκολύνει στην προσπάθεια του να γίνει ον ελεύθερο[34]. Σε αντίθεση με το θεωρητικό νου, ο πρακτικός έχει περισσότερο ανάγκη τα εξωτερικά μέσα[35]. Η αρετή του είναι η φρόνηση, που προσδιορίζει, ως νοητική ενέργεια, το σκοπό και ταυτόχρονα βρίσκει τα μέσα για την πραγμάτωση του[36].

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε, ότι ο θεωρητικός βίος είναι εκείνος της συνεχούς άσκησης της θεωρίας (της θεωρητικής γνώσης)[37] και ότι η ευδαιμονία τίθεται ως εφικτός στόχος για κάθε άνθρωπο και κυρίως για τους φιλοσόφους. Η δραστηριότητα της θεωρίας[38] περιγράφεται ως η καλύτερη και απολαυστικότερη ενέργεια που αναφέρεται στα «αιώνια όντα και όχι στα ανθρώπινα, επισφαλή και ασταθή πράγματα»[39]. Οι άνθρωποι-φιλόσοφοι που απέκτησαν τη γνώση και μπορούν να ενεργοποιούν το φιλοσοφικό πνεύμα, απελευθερώνονται και απολαμβάνουν μια ευδαιμονία καθαρή και τέλεια, διότι είναι αυτάρκης[40]. Ο σοφός άνθρωπος (αν εξασφαλίσει τα προς το ζην) «μπορεί ακόμη κι αν είναι μόνος του, να ασχολείται με φιλοσοφικές θεωρίες (και όσο περισσότερο ασχολείται) τόσο περισσότερο σοφός (γίνεται)», ενώ ο δίκαιος χρειάζεται γύρω του ανθρώπους, για τους οποίους θα κάνει δίκαιες πράξεις»[41]. Η ενασχόληση του φιλοσόφου με το νου είναι διαφορετική από την ασχολία του πολιτικού άντρα με τα κοινά που στοχεύει σε εξουσία και τιμές. Επίσης, είναι διαφορετική από τις πολεμικές υποθέσεις γιατί και οι δυο (πολεμικές και πολιτικές ενέργειες) σκοπεύουν σε διαφορετικό στόχο, δεν αφήνουν ελεύθερο χρόνο και δεν περιλαμβάνουν τη θεωρητική ενέργεια του νου[42].

Ο άνθρωπος είναι ένα σύνθετο ον που αποτελείται από πνεύμα και σώμα και χρειάζεται την κοινωνία των ομοίων του. Σύμφωνα με τον Gigon, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις ομάδες αγαθών: οι πνευματικές, οι σωματικές και οι εξωτερικές,[43] που αποτελούν ένα ιεραρχικά δομημένο σύνολο. Η «ποσότητα» του καθενός υποσυνόλου που υπάρχει στη ζωή του κάθε ανθρώπου, αυτόματα τον κατατάσσει σε κάποια κατηγορία. Η σχέση μεταξύ των αγαθών δεν είναι απόλυτα σαφής, ενώ τα πνευματικά αγαθά υπερέχουν σε σύγκριση με τις άλλες δυο κατηγορίες. Αν εναρμονίσουμε την ψυχή μας, με τα τρία επίπεδα, με το πνεύμα και με αυτό που το πνεύμα βλέπει, «πετυχαίνουμε το στόχο που μας έθεσαν οι θεοί[...] την άριστη ζωή. Εν κατακλείδι, ο ευδαίμων βίος του ανθρώπου δεν είναι άλλος από τον τέλειο φιλοσοφικό βίο.

Συμπεράσματα

Οι διαφορετικές εικόνες των φιλοσόφων συνήθως οφείλονται στη μεταβολή του ρόλου του φιλοσόφου, αλλά και στη διαφορετικότητα της αποστολής του. Ο Πλάτωνας τοποθετεί το φιλόσοφο στην ιδανική Πολιτεία στο υψηλότερο βάθρο, όπου συνυπάρχει η γνώση μαζί με την εξουσία, τόσο σε πολιτικό, κοινωνικό όσο και σε εκπαιδευτικό επίπεδο. Ο φιλόσοφος, αναγκάζεται να ασχοληθεί με τα κοινά «συνενώνοντας αρμονικά τους πολίτες..…για να τους χρησιμοποιήσει ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης»[44]. Ο πραγματικός ρόλος του φιλοσόφου μπορεί να υπάρχει μόνο στην Ιδανική Πολιτεία ενώ σε μια άδικη κοινωνία θα ήταν απλά κάποιος που αναζητεί τη σοφία, αλλά δεν κατορθώνει ποτέ να την κατέχει πλήρως[45].

Ο φιλόσοφος στον Αριστοτέλη ξεπερνά τα όρια του πολιτικού βίου, δεν ενδιαφέρεται για την άσκηση της εξουσίας και μπορεί κάλλιστα να απομονωθεί από τους ανθρώπους. Η θέση του είναι διαφορετική από αυτή των πολιτικών και των πολεμιστών και μοναδικός σκοπός του είναι η κατάκτηση της ευδαιμονίας. Και ο Πλάτωνας πιστεύει ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει απλώς να ζουν, αλλά να ζουν καλά και ευδαιμονικά. Η επίτευξη της ευδαιμονίας για τον Πλάτωνα πετυχαίνεται αν ο πολίτης αντικρίσει το φως της αλήθειας.

Ο κόσμος του Αριστοτέλη είναι ενιαίος και ομοιογενής και η δομή είναι οριζόντια. Ο κόσμος του Πλάτωνα είναι χωρισμένος σε υψηλό και χαμηλό επίπεδο και για να υπάρξει ενότητα δημιούργησε μια κάθετη ιεραρχική δομή με «όπλα» τη διαλεκτική και τα μαθηματικά[46]. Στο έργο του, η ύπαρξη των ιδεών είναι κυρίαρχη ενώ ο Αριστοτέλης «ανοίγει την πόρτα» σε όλες τις γνώσεις: στη λογική, στη ρητορική και στην επιστήμη γενικότερα[47].

Πυρήνας της διδασκαλίας του Πλάτωνα όσο και του Αριστοτέλη είναι η ψυχή του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Σκουτερόπουλο,[48] η Πολιτεία είναι μια ιδιότυπη αλληγορία αφού η «αρίστη πόλις είναι η πολιτεία της ανθρώπινης ψυχής». Δηλαδή, είναι η επιστροφή της ψυχής στον εαυτό της. Οι αλυσίδες των δεσμωτών στο σπήλαιο που τους κρατούν μακριά από τη γνώση και την αλήθεια, μας θυμίζουν το απόσπασμα από τον Αριστοτέλη που αναφέρει για τα υλικά που κρατούν δέσμιους τους ανθρώπους. Χρειάζεται μόχθος και άσκηση για την άνοδο προς τον ήλιο του Πλάτωνα, ή το υπέρτατο αγαθό του Αριστοτέλη. Η λύτρωση της ψυχής δεν γίνεται χωρίς αγώνα

Σημειώσεις-Παραπομπές

[1]. Gigon O., Bασικά Προβλήματα της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Γνώση, Αθήνα, 1991, 221.
[2]. Hadot, P., Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μτφρ. Κλαμπατσέα, εκδ Ίνδικτος, Αθήνα, 2002, 50.
[3]. Hadot, P., ό.π., 78.
[4]. Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε, Αθήνα, 1998.
[5]. Βασιλείου Σ., Λεξικό των επιστημών του ανθρώπου, Guttenberg, Αθήνα, 1992.
[6. Θεοδωρακόπουλος Ι., «Η Αρχή της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας», Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμ. Γ2’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1971, 484.
[7]. Βιρβιδάκης Σ., κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη, από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, τόμ. Α’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2000, 153.
[8]. Μανιάτης, Γ., Φιλοσοφία και Πολιτεία στον Πλάτωνα: Ο φιλόσοφος-βασιλεύς και η αρίστη πολιτεία, Έννοια, Αθήνα, 2005, 34.
[9]. Romilly, J., Γιατί η Ελλάδα; μτφρ. Μ. Αθανασίου, Κ. Μηλιαρέση, Το άστυ, Αθήνα, 1999, 270.
[10]. ΠΠ, 495.
[11]. Μπονάρ Α., Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, τόμ. 3, μτφρ. Ε. Γαρίδη, Θεμέλιο, Αθήνα, 1985, 112.
[12]. Στις αλληγορίες, μεταξύ άλλων, διακρίνουμε το κέντρο της πλατωνικής φιλοσοφίας, τη Θεωρία των Ιδεών. Ο Πλάτωνας διέκρινε δυο κόσμους το γήινο και τον ιδανικό. Ο τελευταίος περιέχει τις ιδέες, τις φωτεινές υπάρξεις με ψυχή και κίνηση, άυλες, οι οποίες συνιστούν τα τέλεια πρότυπα των διαφόρων ηθικών και γνωστικών ιδεών και αποτελούν τα δεδομένα της εμπειρίας του κόσμου των αισθητών. Ο κόσμος αυτών μας παρέχει γνώση, ενώ o ορατός γνώμη (δόξα). Γιαννόπουλος Ι., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμ. Β’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2000, 117.
[13]. Μανιάτης, ό.π., 71
[14]. ΠΠ, 489.
[15]. Μανιάτης, ό.π., 72.
[16]. ΠΠ, 501.
[17]. ΠΠ, 497.
[18]. Μανιάτης, ό.π., 74.
[19]. ΠΠ, 505.
[20]. Romilly, ό.π., 269.
[21]. Η άνοδος της ψυχής ξεκινάει από τις σκιές-εικόνες, εικασίες, στη συνέχεια ο δεσμώτης απελευθερώνεται και βλέπει με το φως τα ορατά όντα, πιστεύοντας και στη συνέχεια βγαίνει από το σπήλαιο και θεωρεί τις έννοιες των μαθηματικών έχοντας διάνοια και τέλος ανεβαίνει στο υψηλότερο τμήμα του νοητού τόπου και θεωρεί τις ιδέες, έχοντας την ανώτερη γνώση της νοήσεως. Μανιάτης, ό.π., 76-77.
[22]. Vegetti, M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, εκδ Π. Τραυλός, Αθήνα, 2003 (2000), 212.
[23]. «Πάσα τέχνη και πάσα μέθοδος, ομοίως δε πράξις τε και προαίρεσις, αγαθού τινος εφίεσθαι δοκει.διο καλως απεφήναντο ταγαθόν, ου παντ’εφίεται», ΗΝβ, μετάφραση Β. Μόσκοβη (Νομική Βιβλιοθήκη).
[24]. ΗΝα, 4, 173.
[25]. ΗΝα, 4, 177.
[26]. Βιρβιδάκης ό.π., 207
[27]. Η ψυχή χωρίζεται σε τρία είδη, στο θρεπτικό, στο αισθητικό και στο νοητικό. Την ανώτατη ψυχική βαθμίδα, δηλαδή τη νοητική ψυχή, έχει μόνο ο άνθρωπος και για αυτό διαφέρει από τα ζώα. Θεοδωρακόπουλος, ό.π., 505.
[28]. Για παράδειγμα η ανδρεία είναι αρετή στο μέτρο που βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή του θράσους και στην έλλειψη του φόβου. Αυτή είναι η έννοια της μεσότητας, βλ. σχετικά Βιρβιδάκης, ό.π., 209.
[29]. ΗΝα, 5, 179.
[30]. ΗΝα, 5, 179.
[31]. ΗΝα, 5, 179.
[32]. Düring, I., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τόμ. Β΄, μτφρ. Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2003 (1994), 56.
[33]. Η επιστήμη, η διάνοια, η σοφία είναι αρετές του θεωρητικού νου, ενώ η τέχνη και η φρόνηση του πρακτικού. Θεοδωρακόπουλος, ό.π., 507.
[34]. Γεωργούλης, όπ., 258.
[35]. ΗΝα, 5, 187.
[36]. Θεοδωρακόπουλος, ό.π., 507.
[37]. Βιρβιδάκης, ό.π., 211.
[38]. Το ρήμα θεωρείν σημαίνει πάντοτε ενεργοποιώ τη γνώση, όχι έχω τη γνώση, αλλά την αφήνω να δράσει. During, όπ., 258
[39]. Βιρβιδάκης, ό.π., 211.
[40]. Vegetti, ό.π., 251.
[41]. ΗΝα, 5, 181.
[42]. ΗΝα, 5, 181.
[43]. Στις πνευματικές προέχουν η αυτοπειθαρχία, η ευφυΐα, η δικαιοσύνη, στις σωματικές η υγεία, η δύναμη, η ομορφιά, και στις εξωτερικές, ο πλούτος, η δύναμη, η ευδοκόμιση και η φιλία. Gigon, ό.π., 284.
[44]. ΠΠ, 517.
[45]. Koyré, Α., Φιλοσοφία και Πολιτεία. Εισαγωγή στην ανάγνωση του Πλάτωνα, μτφρ. Λ. Κασίμη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1990, 86.
[46]. Vegetti, ό.π., 212.
[47]. Romilly, ό.π., 273.
[48]. Πλάτων Πολιτεία, εισ. σημείωμα-μετάφραση - ερμ. σημειώματα Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα: Πόλις, 2002, 21.

Βιβλιογραφία

Πηγές
Πλάτων Πολιτεία, εισ. σημείωμα-μετάφραση - ερμ. σημειώματα Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα: Πόλις, 2002, 488-518[=507d-511e• 514a-521b]
Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, (Ηνα), τόμ. Γ’, Κάκτος, Αθήνα.
------------------ Ηθικά Νικομάχεια, (Ηνβ), τόμ. Β’, απόδοση Β. Μοσκόβης, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1993, 538-557(=1176a30-1179a32).

Μελέτες
Düring, I., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τόμ. Β΄, μτφρ. Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2003 (1994).
Gigon O., Bασικά Προβλήματα της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Γνώση, Αθήνα, 1991.
Hadot, P., Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μτφρ. Κλαμπατσέα, Ίνδικτος, Αθήνα, 2002.
Koyré, Α., Φιλοσοφία και Πολιτεία. Εισαγωγή στην ανάγνωση του Πλάτωνα, μτφρ. Λ. Κασίμη, εκδ Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1990.
Romilly, J., Γιατί η Ελλάδα; μτφρ. Μ. Αθανασίου, Κ. Μηλιαρέση, Το άστυ, Αθήνα, 1999, 269.
Ross, W. D., Αριστοτέλης, μτφρ. Μ. Μητσού, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1991.
Vegetti, M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, Π. Τραυλός, Αθήνα, 2003 (2000).
Βασιλείου Σ., Λεξικό των επιστημών του ανθρώπου, Guttenberg, Αθήνα, 1992.
Βιρβιδάκης Σ., et al (επιμ), Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη, από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, τόμ. Α’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2000.
Γεωργούλης Κ.Δ., Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Παπαδήμα, Αθήνα, 1994.
Γιαννόπουλος Ι., et al, Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμ. Β’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2000.
Θεοδωρακόπουλος Ι., «Η Αρχή της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας», Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμ. Γ2’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1971, 469-511.
Μανιάτης, Γ., Φιλοσοφία και Πολιτεία στον Πλάτωνα: Ο φιλόσοφος-βασιλεύς και η αρίστη πολιτεία, Έννοια, Αθήνα, 2005.
Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε, Αθήνα, 1998.
Μπονάρ Α., Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, τόμ. 3, μτφρ. Ε. Γαρίδη, Θεμέλιο, Αθήνα, 1985, 112.
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him