Ἐνδεικτικόν λεξιλόγιον διά τό μάθημα τῆς Ν.Ε Γλώσσης τῶν Πανελληνίων ἐξετάσεων (ΜΕΡΟΣ Β') (Α' - Μ')





ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




Σας παρουσιάζω ενδεικτικώς τινάς λέξεις τας οποίας δέον να έχη εις τον νού του κάθε υποψήφιος. Οι περισσότερες ίσως φανούν ταπεινές, απλές ή άλλες και περίεργες. Ωστόσο σημασία να δοθή στις συνώνυμές τους. Είναι πιο πολύ ένα ερέθισμα και μια απόπειρα συγκεντρώσεως λέξεων από διαβάσματα σε διάφορα κριτήρια αξιολόγησης.


ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ

Α

ἄβατος - ἀπάτητος.

ἀβελτηρία - ἀνοησία, μωρία.

ἀβρὸς - λεπτός, ἁπαλὸς, εὐγενικὸς.

Ἀγαρηνὸς - ὡς ὄν. Μωαμεθανός. ῾Ως ἐπίθετον σκληρός, ἄσπλαχνος.

ἀγλαΐζομαι - λαμπρύνομαι, ἐξωραΐζομαι.

ἀγρίλι - ἀγριελαία, κότινος.

ᾉδάρχης - ὁ ἄρχων τοῦ ᾍδου.

ἀδημονῶ - καθ’ ὑπερβολὴν στενοχωροῦμαι, ἀγωνιῶ, ἀναμένω.

ἀδηφαγία - αχορτασιά, ἀπληστία.

ἀένάως - παντοτινά, αἰωνίως.

ἀέτωμα - τὸ τριγωνικὸν ἐπιστέγασμα τῶν στενῶν πλευρῶν τῶν ἀρχαίων ναῶν.

Ἀϊβάτι - χωρίον πλησίον τοῦ Σιδηροκάστρου Μακεδονίας

αἴγειρος - εἶδος ὑψηλῆς λεύκης.

αἴγλη - λαμψις δόξα, φήμη.

αἱμασία (ἡ) - λίθινος τοῖχος ἄνευ πηλοῦ ἢ ἀσβέστου, κοινῶς ξερολιθιά.

αἰπόλος - αἰγοβοσκός.

ἀκουρμάζομαι - ἀκροῶμαι προσεκτικά.

ἀλγεινὸς - ὀδυνηρος.

ἀλγηδὼν (ἡ) - πόνος.

ἄλικος - πορφυροῦς.

ἄλκιμος - δυναττός, εὔρωστος.

ἀλκυὼν (ἡ) - θαλασσινὸν πτηνὸν κοινῶς καλούμενον ψαροφάγος.

Ἀμαζόνιος (ὁ) - ὁ μεγαλύτερος ποταμὸς τῆς Ν. Ἀμερικῆς.

ἀμοιβαδὸν ἀμοιβαίως, κατ’ ἐναλλαγήν, τὸ ἓν ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἄλλο.

ἀμπαζοὺρ - ἀλεξίφωτον (λ. γαλλική).

ἀμπᾶς (ὁ) - ἀνδρικὸν ἔνδυμα ἀπὸ χονδρὸν μάλλινον ὕφασμα, εἶδος ἐπανωφορίου.

ἀμυδρὸς - μόλις διακρινόμενος, θαμπός, ἀσαφής.

ἀμφιλύκη (ἡ) - τὸ μεταξὺ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἀμυδρὸν φῶς εἴτε πρόκειται διὰ λυκαυγὲς ἢ γλυκοχάραμα, εἴτε διὰ λυκόφως ἢ μούχρωμα.

ἀνάβλεμμα (τὸ) - βλέμμα πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω.

ἀναζωπυρῶ - ἀνάπτω ἐκ νέου πυράν, ξανανάβω, ἀναζωογονῶ.

ἀνάθημα - ἀφιέρωμα.

ἀναμέλπομαι - ψάλλομαι ἐκ νέου.

ἀναρριχῶμαι - σκαρφαλώνω.

ἀνεξίτηλος - ὁ μὴ ἐξαλειφόμενος, ὁ μὴ ξεβάφων.

ἀνέρπω - ἔρπων ἀνέρχομαι πρὸς τὰ ἄνω.

ἀντιφωνῶ - ψάλλω κατὰ διαδοχὴν ἐκκλησιαστικὸν ᾄσμα, ἀπαντῶ εἰς προσφώνησιν.

ἄξεστος - ἀκατέργαστος, τραχύς, ἀμόρφωτος.

ἀπαντέχω - ἀναμένω.

ἀπαράβλητος - ἀσύγκριτος.

ἀπαυδῶ - χάνω τὴν ὁμιλίαν, κουράζομαι, ἀποκάμνω.

ἀπόγαιον - θαλάσσιος ἄνεμος.

ἀποτρέπω - ἐμποδίζω κάποιον διὰ λόγων νὰ πράξῃ κάτι.

ἄπτομαι - ἐγγίζω.

ἀπωθῶ - ἀπομακρύνω, σπρώχνω μακράν.

ἀπώλεια - χάσιμον.

ἀρὰ (ἡ) - κατάρα, ἀνάθεμα.

ἀραμπᾶς (ὁ) - φορτηγὸς ἄμαξα, κάρρο.

ἄρατε - ἐγείρατε, σηκώσατε.

ἀργολικνίζομαι - κουνιέμαι ἀργὰ καὶ νωχελῶς.

ἀροδάφνη - ροδοδάφνη.

ἀρύομαι - ἀντλῶ, εὑρίσκω.

ἀρχέγονος - ὁ ὑπὸ τὴν ἀρχικὴν μορφήν του ἐμφανιζόμενος, παλαιός.

ἀρωγὸς - βοηθός.

ἀσθμαίνω - λαχανιάζω.

ἀσίκης - λεβέντης, ὡραῖος ( λ. Τουρκ.).

ἀτενῶς - (κοιτάζω) μὲ βλέμμα προσηλωμένον.

αὐθεντικὸς - γνήσιος, ἀσφαλής, ἀναμφισβήτητος.

αὐθύπαρκτος - ὁ ὑπάρχων ἀφ’ ἑαυτοῦ.

αὐλαία - παραπέτασμα χωρίζον τὴν σκηνὴν ἀπὸ τῆς αἰθούσης τῶν θεατῶν. Τὸ πάλαι, πρὶν ἀρχίσῃ ἡ παράστασις, ἡ αὐλαία ἔπιπτεν.

αὔτανδρος - επὶ βυθιζομένου πλοίου, τοῦ ὁποίου χάνεται ὅλον τὸ πλήρωμα.

αὐτοσχέδιος - ὁ προχείρως ἐκτελεσθείς.

ἄφατος - ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτο.

ἄφραστος - ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος.

ἀφρονῶ - εἶμαι ἄφρων, ἀνόητος.

ἀψιμαχία - ἐλαφρὰ σύγκρουσις μικρῶν σρατιωτικῶν μονάδων.


Β

Βαλαώρα (ἠ) - μικρόν, ἄδενδρον καὶ βραχῶδες βουνόν.

βαρυγνωμῶ - βαρυγγωμῶ, δυσανασχετῶ ἐναντίον τινός.

βαρυθροῶ - θροΐζω βαριά.

βατσέλον - φορτηγὸν ἱστιοφόρον τοῦ παρελθόντος αἰῶνος διὰ μεταφορὰν σίτου κλπ.

βεβήλωσις - μόλυνσις διὰ πράξεων ἢ λόγων.

βερντέα - εἶδος ἰταλικοῦ λευκοῦ οἴνου.

βημόθυρα - ἡ μεσαία τῶν τριῶν θυρῶν τοῦ εἰκονοστασίου.

βορὰ - τροφὴ σαρκοφάγων ζῴων.

βουβὼν (ὁ) - τὸ ἄνω ἐσωτερικὸν μέρος τοῦ μηροῦ.

βουρκώνω - θολώνω, σκοτεινιάζω.

βρατσέρα (ἡ) - εἶδος ἱστιοφόρου καραβιοῦ μὲ μυτερὴν πρύμναν καὶ μὲ δύο κατάρτια, ποὺ ἔχουν ἀπὸ ἓν ἱστίον σχήματος τραπεζοειδοῦς. Λέγεται καὶ μπρατσέρα.

βραχνᾶς (ὁ) - βαρὺ καὶ ἐνοχλητικὸν ὄνειρον, ἐφιάλτης.

βρίζα (ἡ) - ἡ ἄλλως πασίγνωστη σίκαλι.

βρυασμὸς - συμφυρμός, συνωστισμός.

βρῶμα - φαγητόν, τροφή.


Γ

Γαλάτης - οἱ Γαλάται, οἱ κατὰ τῶν Δελφῶν ἐπιτεθέντες κατὰ τὴν ἀρχαιότητα.

γαυριῶ - καμαρώνω.

γεῖσον (τὸ) - τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς στέγης, ποὺ ἐξέχει τῶν καθέτων τοίχων τῆς οἰκίας.

γιασμάκι - καλύπτρα τοῦ προσώπου (λ. τουρκική).

γολέττα (ἡ) - εἶδος ἱστιοφόρου, λεγόμενον ὑπὸ τῶν λογίων καὶ «ἡμιολία».

γρέκι - ἢ γκρίκι. Χώρος, θερμός, ὅπου σταυλίζονται τὰ νεογέννητα πρόβατα.


Δ

δάκνω - δαγκώνω.

δαμασκηνὸν - ὡς ἐπίθετον τῆς λέξεως ξίφος σημαίνει ξίφος σπουδαῖον καὶ ἀκατανίκητον. Εἰς τὰ δημοτικὰ τραγούδια λέγεται «τὸ δαμασκὶ σπαθί». Ὠνομάσθη, ἔτσι ἀπὸ τὴν Δαμασκόν, πρωτεύουσαν τῆς Συρίας, ὅπου κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους ὑπῆρχαν περίφημα ἐργαστήρια πολεμικῶν ὅπλων, κατασκευαζομένων διὰ τοὺς ᾽Ακρίτας.

δαμασκὶ - ὅπλον˙ κυρίως σπαθὶ κατασκευασμένον διὰ δαμασκηνοῦ χάλυβος.

δαφιλὴς - ἄφθονος, πλουσιοπάροχος.

δεῖγμα - ἀπόδειξις.

δεκατίζομαι - ὑφίσταμαι ἀποδεκατισμόν, καταστρέφομαι.

δέρρις - δέρμα.

διαμείβομαι - στέλλομαι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους εἰς τὸ ἄλλο.

διασπῶ - χωρίζω, διαλύω.

διάφορο (τὸ) - ὁ τόκος (διάφορο - κεφάλι = τὸ διάφορο προστιθέμενον εἰς τὸ κεφάλαιον, ἤτοι ἀνατοκισμός).

διέπομαι - κανονίζομαι.

διφρηλατῶ - ὁδηγῶ ἅρμα, ὄχημα.

δραγμὲς - πρέζα πράγματός τινος, μάτσο, δεσμίς.

δράνα (ἡ) - ἀναδενδράς, φυτὸν ἀναρριχητικόν.

δρυμὸς - δάσος πυκνὸν ἐκ μεγάλων δένδρων.

δυσθυμῶ - στενοχωροῦμαι, ἔχω κακὴν διάθεσιν.


Ε

ἐγγὺς - πλησίον.

ἔγκατα - τὰ ἐντὸσθια, τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς γῆς.

εἰκασία - συμπέρασμα.

εἰσελεύσομαι - θὰ εἰσέλθω.

εἴτα - ἔπειτα.

ἐκθύμως - μὲ ὅλην τὴν καρδιά.

ἐκλιπάρησις - ἐπίμονος παράκλησις.

ἐκμυζῶ - βυζαίνω, ἀπορροφῶ.

ἔκτοτε - ἀπὸ τότε.

ἔκφρων (ὁ, ἡ) - ἔξω φρενῶν.

ἐλέφας - τὸ διὰ τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα χρησιμοποιούμεν ἐλεφαντοστοῦν.

ἔμπλεως -ος - γεμᾶτος.

ἔμφυτος - ὁ ἐκ φύσεως ὑπάρχων.

ἔνδεια - μεγάλη ἔλλειψις, φτώχεια.

ἐνδίδω - ὑποχωρῶ, παραδέχομαι.

ἐνθεὶς - ἀφοῦ ἔθεσε.

ἔνθεν καὶ ἔνθεν - ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.

ἐνθρώσκω - ἀναπηδῶ εὶς τὸ μέσον, ἐμφανίζομαι αἴφνης.

ἐνωμοτία - ὀργανικὴ ὁμὰς ἐκ 10 ἕως 12 στρατιωτῶν ἢ χωροφυλάκων.

ἐνωτίζομαι - ἀκούω προσεκτικά.

ἔξαλλος - ὁ ἐκτὸς ἑαυτοῦ, ὁ μὴ ἔχων κυριαρχίαν ἐπὶ τοῦ ἐαυτοῦ του.

ἐξανδραποδισμὸς - ἡ πώλησις ἀνθρώπων (κυρίως αἰχμαλώτων) ὡς δούλων, ἡ τελεία ὑποδούλωσις.

ἐξίσταμαι - ἀπορῶ πολύ, παραξενεύομαι, μένω κατάπληκτος.

ἐπαγγέλλομαι - ἔχω ὡς ἐπάγγελμα.

ἐπάρθητε - σηκωθῆτε, ἀνοίξατε.

ἐπενδύτης - ἐπανωφόρι˙ κηρωτὸς ἐπενδύτης = ἀδιάβροχον.

ἐπικὸς - ὁ ἀναφερόμενος εἰς ἔπος, ὁ ἄξιος νὰ ὑμνηθῇ μὲ ἔπος (ἔπος = ἡρωϊκὸν ποίημα).

ἐπιοῦσα - ἡ ἐπομένη.

ἐπίσαξις (ἡ) - ἡ πρᾶξις τοῦ ἐπισάττω, τοποθετῶ τὸ ἐπίσαγμα, κοινῶς τὸ σαμάρωμα.

ἔπος - λόγος, μακρὸν ἀφηγηματικὸν ποίημα.

ἐρατεινὸς - ἀξιαγάπητος.

ἔρεισμα - στήριγμα, ὑποστήριγμα.

ἐρμάριον (τὸ) - τὸ ντουλάπι.

ἐρρυτιδωμένος - ζαρωμένος, γεμᾶτος ἀπὸ ρυτίδας - ζαρωματιές.

ἔτισε - ἐπλήρωσε.

εὐάγωγος - πειθήθιος, πρᾷος, ἀνατρεφόμενος μὲ εὐκολίαν καὶ καλοὺς τρόπους.

εὔδιος - (ἐπὶ καιροῦ) αἴθριος, καλοκαιρινός.

εὐδοκῶ - δέχομαι εὐμενῶς.

ἑωθινὸν (τὸ) - ὕμνος ἐκκλησιαστικός ψαλλόμενος τὴν αὐγήν, κατὰ τὸ τέλος τοῦ Ὄρθρου καὶ πρὸ τῆς μεγάλης δοξολογίας.


Ζ

ζευγᾶς - γεωργός, ζευγηλάτης.

ζέφυρος - δυτικὸς ἄνεμος (κ. πονέντες).

ζέω - βράζω.

ζόφος - σκότος βαθύ.


Η

ἡδονικῶς - μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν, ἀπόλαυσιν.

ἡδύλαλος - ὁ λαλῶν, ὁ ψάλλων μὲ πολλὴν γλυκύτητα.

ἡδύμελον - τροπάριον ἔχον γλυκεῖαν μελῳδίαν.

ἡμίκλιντος - χωρὶς νὰ ἔχη ἐντελῶς κατακλιθῆ, μισόγερτος.

ἠὼς - τὸ πρῶτον φῶς τῆς ἡμέρας, ἀρχή.


Θ

θαλασσόπληκτος - ὁ ὑπὸ τῶν κυμάτων κτυπούμενος.

θαλλὸς - τρυφερὸς βλαστός.

θάλπος - ζεστασιά, περίθαλψις.

θεοφύλακτος (πόλις) - ἔτσι ὠνομάζετο ἡ Κωνσταντινούπολις κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους.

θυγατέρες (Διὸς) - αἱ Μοῦσαι.

θυμέλη - βωμὸς ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὀρχήστρας τοῦ ἀρχαίου θεάτρου.


Ι

ἴαμβος - μετρικὸς ποὺς ἀποτελούμενος ἐκ δύο συλλαβῶν, μιᾶς βραχείας καὶ μιᾶς μακρᾶς παρ’ ἀρχαίοις, ἢ μιᾶς ἀτόνου καὶ μιᾶς τονισμένης.

ἰαμβικοὶ στίχοι - οἱ ἐξ ἰάμβων ἀποτελούμενοι στίχοι.

ἱεραρχία - κλῖμαξ διαφόρων βαθμῶν εἰς δημοσίας καὶ λοιπὰς θέσεις.

ἱεροπρακτῶ - ἱερουργῶ, τελῶ τὰ τῆς θείας λατρείας.

ἱλαρύνω - φαιδρύνω, καθιστῶ τί χαρωπόν.

ἰόχρους (ὁ, ἡ) - ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου (τοῦ μενεξέ), ὁ βαθυκύανος.


Κ

καβαλλάρης (τῆς στέγης) - ἡ ὁριζοντία δοκὸς ἡ ἀποτελοῦσα τὴν κορυφαίαν ράχιν τῆς στέγης.

κάλαμος - καλαμένια γραφίς.

καλαουζέρης - χειριστὴς ἀεραντλίας σπογγαλιευτικοῦ πλοιαρίου.

καλλίρειθρος (πηγὴ) - ἡ ἔχουσα καλὸν ρεῦμα ὕδατος.

καλλωπίζω - εὐπρεπίζω, περιποιοῦμαι.

κάμνοντες - (τοῦ ρήμ. κάμνω), οἱ κοπιασμένοι, οἱ ἄρρωστοι.

καρβανάρης - ὁ ἀρχηγὸς τοῦ καραβανιοῦ.

καριοφίλι - τυφέκιον ἐμπροσθογεμές, πυροδοτούμενον διὰ πυριτολίθου.

καταιονισμὸς - ρίψις πολλοῦ ὕδατος ἄνωθεν.

κατανυκτικος - ὁ προκαλῶν κατάνυξιν, ὁ συγκινῶν καὶ προκαλῶν εὑλάβειαν.

καταπακτὴ - ἄνοιγμα ἐπὶ τοῦ δαπέδου, ὁδηγοῦν εἰς ὑπόγειον.

καταπονηθεὶς - πολὺ κουρασθείς, ταλαιπωρηθείς.

κατάπτωσις - πτῶσις, πέσιμον.

κατασκήπτω - ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω.

κατέχω - γνωρίζω.

κατήφεια - τὸ νὰ εἶναι κανεὶς σκυθρωπός, κατσούφης.

κάτος - γάτος.

κατράμι - ρευστὴ πίσσα.

κείρω - κόπτω τινὸς τὴν κόμην.

κεκυφὼς - σκυμμένος, καμπούρης.

κελεύω - διατάσσω.

κενταυρικὸς - ὁ ἔχων σχέσιν ἢ ὁμοιότητα πρὸς κένταυρον. Κατὰ τὴν ἀρχαίαν μυθολογίαν οἱ Κένταυροι ἦσαν κατὰ τὸ ἄνω μέρος τοῦ σώματος ἄνδρες καὶ κατὰ τὸ κάτω μέρος ἵπποι.

κεχαγιᾶς (ὁ) - λέξις τουρκική, ὁ φροντιστὴς μεγάλης οἰκογενείας, ὁ τοποτηρητής, ἐπίτροπος.

κιβούριον - τάφος φέρετρον.

κιλίμιον - τάπης ἁπλῆς κατασκευῆς.

κλαβανὴ - καταπακτὴ (βλ. λ.).

κλαγγὴ - ἦχος συγκρουομένων ὅπλων.

κλάρες - μικροὶ ξηροὶ κλάδοι, τοὺς ὁποίους ἀποθηκεύουν οἱ χωρικοί, διὰ νὰ τοὺς χρησιμοποιοῦν ὡς προσανάμματα.

κλασσικὴ γῆ - ἡ Ἑλλάς, ἡ χώρα τοῦ πολιτισμοῦ.

κνικᾶτο - ἢ κνηκᾶτο˙ μὲ χρῶμα ἐρυθρὸν ἢ κροκοβαφές.

κογχύλη - ἡ κόγχη τῶν μαλακίων, τὸ βούκινο τῶν ναυτικων.

κοινῆ - κοινῶς.

κολοβὸς - ὁ ἔχων ἀποκεκομμένην τὴν οὐράν, ἐλλιπής.

κομμὸς - ἱματιοθήκη μὲ πολλὰ συρτάρια (λ. γαλλ.).

κοπάζω - καταπίπτω, ξεθυμαίνω.

κοπάνα (ἡ) - ξύλινον ἐργαλεῖον, διὰ τοῦ ὁποίου κτυποῦν τὰς ἐλαίας.

κοπετὸς - μέγας θρῆνος.

κόρκωμα - βάθρον.

κοσμογονικὸς - ὁ ἐνθυμίζων τὰς μεγάλας ἀναστατώσεις τῆς

κοσμογονίας˙ συνταρακτικός.

κότινος - κλάδος ἀγριελαίας, βραβεῖον, ἔπαινος.

κουβέλλα (ἡ) - ξύλινον μεγάλον κιβώτιον, πρὸς ἀποθήκευσιν πολλῶν «κουβελλιῶν» σίτου. Κουβέλλι δὲ ὀνομάζεται μέτρον χωρητικότητος δημητριακῶν.

κουρνιάζω - (ἐπὶ πτηνῶν) = ἀναπαύομαι κατὰ τὴν νύκτα, συμμαζεύομαι.

κουρταλῶ - κροταλῶ, κροταλίζω, κτυπῶ.

σοῦφος - κούφιος, ἐλαφρός, ἀνόητος.

κόφη - θωράκιον πλοίων.

κραίνω - κρένω, ὁμιλῶ.

κράσπεδον - γῦρος ἐνδύματος, ἄκρον ἀγροῦ κλπ.

κρηπὶς - βάσις, θεμέλιον.

κρινὶ - σμῆνος περιπλανωμένων μελισσῶν. Ἁπλῶς ὁμάς, σμῆνος.

κύλιξ - κύπελλον εὐρὺ καὶ χαμηλὸν μὲ δύο λαβάς.

κώνειον - φυτὸν δηλητηριῶδες, κοινῶς

βρωμόχορτο. ᾽Οπὸν τούτου ἔπινον, οἱ εἰς θάνατον καταδικασθέντες τὸ πάλαι.

κωνσταντινᾶτο - χρυσοῦν βυζαντινὸν νόμισμα παριστων τους ἁγίους Κωνσταντῖνον καὶ Ἑλένην.


Λ

λα(γ)οῦτο - ἔγχορδον μουσικὸν ὄργανον, ὁμοιάζον πρὸς μανδολῖνον, μεγαλυτέρων διαστάσεων ὅμως καὶ μὲ μακροτέραν τὴν οὐράν.

λαὸς - πλῆθος, μέγα πλῆθος.

λειψίφωτος - μὲ λίγο φῶς.

λήθαργος - ὕπνος βαθύτατος καὶ συνεχής.

ληρῶ - μωρολογῶ, ἀνοηταίνω, παραμιλῶ.

λιγώνομαι - αἰσθάνομαι κόρον, λιγούραν. Ἔχω τάσιν πρὸς, λιποθυμιαν.

λουμπάρδα (ἡ) - ἡ βομβάρδα, μέγα πυοβόλον, κατάλληλον πρὸς βομβαρδισμόν.

λυγερὸς - εὐλύγιστος, κομψός, λεπτός.

λυγμὸς - ἀναφυλλητό.

λυκόφως - τὸ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἀμυδρὸν φῶς.


Μ

μακραίων - ὁ ζῶν ἐπὶ μακροὺς αἰῶνας, μακρόβιος.

μαρμαρυγὴ - λάμψις, παλμικὴ ἀκτινοβολία.

μαστίζω - κτυπῶ μὲ μαστίγιον βασανίζω, καταστρέφω, ἐρημώνω.

μάταιος - ἀσήμαντος, τιποτένιος.

μεγαλωστὶ - εἰς μεγάλην ἔκτασιν.

μειδιῶ - χαμογελῶ.

μέλος - ποίημα τονισμένον μουσικῶς, μελῳδία.

μεταλαμπαδεύω - μεταδίδω φῶς, γνώσεις φῶτα πολιτισμοῦ.

μετερίζι - πρόχωμα, ὀχύρωμα.

μνησικακῶ - διατηρῶ κακίαν κατά τινος.

μνήσκω - ἀπομένω.

Μουεζίνης (ὁ) - μουσουλμᾶνος θρησκευτικὸς λειτουργός, τοῦ ὁποίου κύριον ἔργον ἦτο νὰ καλῇ ἀπὸ τὸν μιναρὲν τοὺς πιστοὺς πρὸς προσευχήν.

μούσκλι (τὸ) - ὀνομάζονται οὕτω διάφορα εἴδῃ βρύων καὶ φυτῶν, ποὺ φύονται εἰς τοίχους καὶ μέρη ὑγρά.

Μουφτῆς (ὁ) - μουσουλμᾶνος ἱερωμένος ἑρμηνευτὴς τῶν νόμων.

μπόμπιρας - σφήκα, παιδίον μικροῦ ἀναστήματος.

μπουρλότο - πυρπολικὸν σκάφος.

μπρίκι -ναυτικὸν βρίκιον, πάρων, ἱστιοφόρον μὲ δύο ἱστοὺς, φέροντας τετράγωνα ἱστία.

μύχιος - ὁ εἰς τὰ βάθη πράγματός τινος εὑρισκόμενος.

 
DMCA.com Protection Status Copyrighted.com Registered & Protected


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him